προσπαραφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_20)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπαραφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., παραφύομαι [[πρός]] τι, Σωραν. ἐν τῷ Ideler Phys. 1. 256.
|lstext='''προσπαραφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., παραφύομαι [[πρός]] τι, Σωραν. ἐν τῷ Ideler Phys. 1. 256.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />προσαρτώμαι, προσκολλώμαι στην [[πλευρά]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παραφύομαι</i> «[[βλαστάνω]] παραπλεύρως»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαραφύομαι Medium diacritics: προσπαραφύομαι Low diacritics: προσπαραφύομαι Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prosparaphýomai Transliteration B: prosparaphyomai Transliteration C: prosparafyomai Beta Code: prosparafu/omai

English (LSJ)

Pass. with pf. Act. -πέφῡκα,

   A to be attached at the side, Sor.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαραφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., παραφύομαι πρός τι, Σωραν. ἐν τῷ Ideler Phys. 1. 256.

Greek Monolingual

Α
προσαρτώμαι, προσκολλώμαι στην πλευρά κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παραφύομαι «βλαστάνω παραπλεύρως»].