πυρνοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_18)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρνοτόκος''': -ον, ὁ παράγων τροφήν, ἄρουρα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 45.
|lstext='''πυρνοτόκος''': -ον, ὁ παράγων τροφήν, ἄρουρα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 45.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για εδαφική [[έκταση]]) αυτός που παράγει [[τροφή]] («[[πυρνοτόκος]] [[ἄρουρα]]», Υμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύρνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καρπο</i>-[[τόκος]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρνοτόκος Medium diacritics: πυρνοτόκος Low diacritics: πυρνοτόκος Capitals: ΠΥΡΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: pyrnotókos Transliteration B: pyrnotokos Transliteration C: pyrnotokos Beta Code: purnoto/kos

English (LSJ)

ον,

   A food-producing, ἄρουρα Hymn.Is.45.

Greek (Liddell-Scott)

πυρνοτόκος: -ον, ὁ παράγων τροφήν, ἄρουρα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 45.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφήπυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρπο-τόκος.