εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(35) |
(No difference)
|
(I)
η, Ν
ζωολ. γένος υποτρηματικών χονδριχθύων, ευρύτερα γνωστών ως σελάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. raia «σελάχι»].———————— (II)
η, Ν
τεχνολ. βλ. ράγα (ΙΙI).