ῥιζοφυής: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_8) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιζοφυής''': -ές, ὁ φύων ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 1. ΙΙ. ὁ ἐκ ῥίζης τινὸς φυόμενος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 1. | |lstext='''ῥιζοφυής''': -ές, ὁ φύων ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 1. ΙΙ. ὁ ἐκ ῥίζης τινὸς φυόμενος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές / [[ῥιζοφυής]], -ές, ΝΑ<br />(για [[φυτό]])<br /><b>1.</b> αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]], μέσω ενός ον. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τριχο</i>-<i>φυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A putting out roots, ib.1.8.1. II growing from a root, Id.HP7.10.1.
German (Pape)
[Seite 843] ές, Wurzeln zeugend, treibend, auch = ῥιζόφυτος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζοφυής: -ές, ὁ φύων ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 1. ΙΙ. ὁ ἐκ ῥίζης τινὸς φυόμενος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 1.
Greek Monolingual
-ές / ῥιζοφυής, -ές, ΝΑ
(για φυτό)
1. αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες
2. αυτός που φυτρώνει από ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυής (< φύομαι, μέσω ενός ον. φύος), πρβλ. τριχο-φυής].