ῥιζολόγος: Difference between revisions

From LSJ
(6_14)
(36)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥιζολόγος''': ὁ, ἡ, ὁ συλλέγων ῥίζας, μεταγεν.
|lstext='''ῥιζολόγος''': ὁ, ἡ, ὁ συλλέγων ῥίζας, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ῥιζολόγος]], ΝΜ<br />αυτός που μαζεύει ρίζες, [[ιδίως]] φαρμακευτικές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 842] Wurzeln lesend, sammelnd (?).

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζολόγος: ὁ, ἡ, ὁ συλλέγων ῥίζας, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο, η / ῥιζολόγος, ΝΜ
αυτός που μαζεύει ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -λόγος].