ροδωνιά: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / ῥοδωνιά, ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ
1. τόπος κατάφυτος με τριανταφυλλιές, κήπος με ρόδαῥοδωνιά
ἡ τῶν ῥόδων φυτεία», λεξ. Σούδα)
2. ροδή, τριανταφυλλιά («τῆς ῥοδωνιᾱς τοῡ ἄνθους δρεψάμενοι», Μέγ. Βασ.)
αρχ.
1. η ροδοδάφνη
2. η ροδάκανθα, η αγριοτριανταφυλλιά
3. ποικιλία κλήματος με ροδόχρωμα σταφύλια
4. γλύκισμα με ροδοπέταλα
5. το γυναικείο αιδοίο
6. το ανδρικό αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδών, -ῶνος + κατάλ. -ιά].