Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(36) |
(No difference)
|
-ος, ο, η, Α
ο ροδόπηχυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -χειρ (< χειρ, χειρός), πρβλ. ανθρωπό-χειρ, μαλακό-χειρ].