σαλεία: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(6_9) |
(36) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σᾰλεία''': ἡ, ([[σαλεύω]]) [[κίνησις]] [[ἀσταθής]], [[ταραχή]], κυματισμός, ἀνησυχία, Πολέμωνος Φυσιογν. 11. 11 ([[ἔνθα]] σαλίας)· ― Ἐπικ. σαλέη, Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 428, ἐπὶ σειομένων ξιφῶν. | |lstext='''σᾰλεία''': ἡ, ([[σαλεύω]]) [[κίνησις]] [[ἀσταθής]], [[ταραχή]], κυματισμός, ἀνησυχία, Πολέμωνος Φυσιογν. 11. 11 ([[ἔνθα]] σαλίας)· ― Ἐπικ. σαλέη, Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 428, ἐπὶ σειομένων ξιφῶν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> [[ασταθής]] [[κίνηση]], [[κυματισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταραχή]], [[ανησυχία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 859] ἡ, Bewegung, Unruhe, zw., s. σαλία.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰλεία: ἡ, (σαλεύω) κίνησις ἀσταθής, ταραχή, κυματισμός, ἀνησυχία, Πολέμωνος Φυσιογν. 11. 11 (ἔνθα σαλίας)· ― Ἐπικ. σαλέη, Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 428, ἐπὶ σειομένων ξιφῶν.
Greek Monolingual
ἡ, Α σαλεύω
1. ασταθής κίνηση, κυματισμός
2. μτφ. ταραχή, ανησυχία.