σαπουνάδα: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού και χρησιμεύει κυρίως για το πλύσιμο τών ρούχων και τών πιατικών
2. αφρός διαλυμένου σαπουνιού ή απορρυπαντικού στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. -άδα (πρβλ. πορτοκαλ-άδα)].