σαρκοφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(6_18) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρκοφθόρος''': -ον, ὁ τὴν σάρκα φθείρων, κατατήκων, καταστρέφων, [[αἴγλη]] Ὀρφ. Ὕμν. 69. 7. | |lstext='''σαρκοφθόρος''': -ον, ὁ τὴν σάρκα φθείρων, κατατήκων, καταστρέφων, [[αἴγλη]] Ὀρφ. Ὕμν. 69. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τη [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[φθόρος]], <i>ψυχο</i>-[[φθόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A flesh-consuming, αἴγλη Orph.H. 70.7.
German (Pape)
[Seite 863] Fleisch verderbend, verzehrend, Orph. H. 69, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοφθόρος: -ον, ὁ τὴν σάρκα φθείρων, κατατήκων, καταστρέφων, αἴγλη Ὀρφ. Ὕμν. 69. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.