σγουρομάλλης: Difference between revisions
From LSJ
(37) |
(No difference)
|
Revision as of 12:27, 29 September 2017
Greek Monolingual
θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + -μάλλης / -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσο-μάλλης].