σγουρόμαλλος

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και σγουρομαλλούσα, Ν
βλ. σγουρομάλλης.