σβηστήρας: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, και σβηστήρα και σβήστρα, η, και σβηστήρι, το, Ν
η γομολάστιχα·
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ- του αορ. έσβησα του σβήνω με επιθήματα -τήρας / -τήρι(ον) / -τρα αντίστοιχα (πρβλ. καυσ-τήρας, σουρω-τήρι, κρεμάσ-τρα)].