γομολάστιχα

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

η
κομμάτι από ελαστικό κόμμι με το οποίο σβήνουν τα γραμμένα με μολύβι ή μελάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμα + λάστιχο].