Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
ο, και σβηστήρα και σβήστρα, η, και σβηστήρι, το, Ν
η γομολάστιχα·
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ- του αορ. έσβησα του σβήνω με επιθήματα -τήρας / -τήρι(ον) / -τρα αντίστοιχα (πρβλ. καυστήρας, σουρωτήρι, κρεμάστρα)].