σηκοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_4)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηκοφύλαξ''': -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, [[Πολυδ]]. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.
|lstext='''σηκοφύλαξ''': -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, [[Πολυδ]]. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] του σηκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σηκός]] «[[κυρίως]] [[ναός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σηκοφύλαξ: -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, Πολυδ. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας του σηκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + φύλαξ.