σίαλο: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(37)
(No difference)

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Greek Monolingual

και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ
το σάλιο
αρχ.
ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι- του αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ
πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα -αλον (πρβλ. πέτ-αλον, πτύ-αλον). Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που συνδέεται πιθ. με το ρ. πτύω. Αντίθετα, η σύνδεση της λ. με το αρχ. ινδ. ksĩvati «φτύνω» δεν θεωρείται πιθανή].