σαρκοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_18)
(36)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκοφόρος''': -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.
|lstext='''σαρκοφόρος''': -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] περιβεβλημένος με [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σημαιο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch tragend, mit Fleisch bekleidet, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφόρος: -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο-φόρος.