σιλεντιάριος: Difference between revisions
From LSJ
(37) |
(No difference)
|
Revision as of 12:29, 29 September 2017
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και σελεντάριος Μ
αξιωματούχος της Αυλής στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, επιφορτισμένος με την τήρηση της ησυχίας κατά την παρουσία του αυτοκράτορα («σιλεντιάριοι, οἱ βασιλεῑ ἐν παλατίῳ τὰ εἰς τὴν ἡσυχίαν ὑπηρετοῡντες», Προκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. silentiarius (< silentium «σιωπή»)].