σίτινος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(6_10) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίτινος''': -η, -ον, = [[σιτικός]], Γεωπ. 2. 23, 9. | |lstext='''σίτινος''': -η, -ον, = [[σιτικός]], Γεωπ. 2. 23, 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σίτινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, [[σιταρήσιος]], [[σταρένιος]] (α. «[[ἄχυρον]] σίτινον», πάπ.<br />β. «σίτινον [[ἄλευρον]]», Θεοφαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, = foreg., Gal.12.666, Gp.2.23.9, OGI200.21 (Axum, iv A.D.);
A ἄχυρον PLips.92.7 (ii/iii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
σίτινος: -η, -ον, = σιτικός, Γεωπ. 2. 23, 9.
Greek Monolingual
-η, -ο / σίτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, σιταρήσιος, σταρένιος (α. «ἄχυρον σίτινον», πάπ.
β. «σίτινον ἄλευρον», Θεοφαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].