σίτινος
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
English (LSJ)
η, ον, = σιτικός (of wheat, of corn), Gal. 12.666, Gp. 2.23.9, OGI 200.21 (Axum, iv AD) ; ἄχυρον PLips. 92.7 (ii/iii AD), etc.
Greek (Liddell-Scott)
σίτινος: -η, -ον, = σιτικός, Γεωπ. 2. 23, 9.
Greek Monolingual
-η, -ο / σίτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, σιταρήσιος, σταρένιος (α. «ἄχυρον σίτινον», πάπ.
β. «σίτινον ἄλευρον», Θεοφαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].
German (Pape)
[σῑ], zum Weizen, überhaupt zum Getreide gehörig, was vom Weizen, Getreide ist, Sp., wie Geop.