σίτινος

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτινος Medium diacritics: σίτινος Low diacritics: σίτινος Capitals: ΣΙΤΙΝΟΣ
Transliteration A: sítinos Transliteration B: sitinos Transliteration C: sitinos Beta Code: si/tinos

English (LSJ)

η, ον, = σιτικός (of wheat, of corn), Gal. 12.666, Gp. 2.23.9, OGI 200.21 (Axum, iv AD) ; ἄχυρον PLips. 92.7 (ii/iii AD), etc.

Greek (Liddell-Scott)

σίτινος: -η, -ον, = σιτικός, Γεωπ. 2. 23, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / σίτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, σιταρήσιος, σταρένιος (α. «ἄχυρον σίτινον», πάπ.
β. «σίτινον ἄλευρον», Θεοφαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

German (Pape)

[σῑ], zum Weizen, überhaupt zum Getreide gehörig, was vom Weizen, Getreide ist, Sp., wie Geop.