σκαμβάλυξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_3)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκαμβάλυξ''': «[[σκαμβός]]. στρεβλὸς» Ἡσύχ.
|lstext='''σκαμβάλυξ''': «[[σκαμβός]]. στρεβλὸς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκαμβός]], [[στρεβλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκαμβός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>α</i>-<i>λ</i>-<i>υξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πομφό</i>-<i>λ</i>-<i>υξ</i>, <i>ταρβ</i>-<i>άλ</i>-<i>υξ</i>, <i>φεψ</i>-<i>άλ</i>-<i>υξ</i>), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>σκάμβ</i>-<i>αλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβάλυξ Medium diacritics: σκαμβάλυξ Low diacritics: σκαμβάλυξ Capitals: ΣΚΑΜΒΑΛΥΞ
Transliteration A: skambályx Transliteration B: skambalyx Transliteration C: skamvalyks Beta Code: skamba/luc

English (LSJ)

= σκαμβός, στρεβλός, Hsch. σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβάλυξ: «σκαμβός. στρεβλὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκαμβός, στρεβλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + επίθημα -α-λ-υξ (πρβλ. πομφό-λ-υξ, ταρβ-άλ-υξ, φεψ-άλ-υξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. σκάμβ-αλος].