σιτεία: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_9)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτεία''': ἡ, ([[σιτεύω]]) τὸ τρέφειν, παχύνειν, Γλωσσ.
|lstext='''σῑτεία''': ἡ, ([[σιτεύω]]) τὸ τρέφειν, παχύνειν, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[σιτεύω]]<br />το να τρέφει [[κανείς]] ζώα ή πτηνά για να παχύνουν.
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτεία Medium diacritics: σιτεία Low diacritics: σιτεία Capitals: ΣΙΤΕΙΑ
Transliteration A: siteía Transliteration B: siteia Transliteration C: siteia Beta Code: sitei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A feeding, fattening, ὀρτύγων PLips.97 xi 17 (iv A.D.), Gloss.: pl., σ. ἄρτων BGU1067.14 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Füttern, Mästen, Sp.; – auch die öffentliche Beköstigung im Prytaneion, Xenophan. bei Ath. X, 414 a, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτεία: ἡ, (σιτεύω) τὸ τρέφειν, παχύνειν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιτεύω
το να τρέφει κανείς ζώα ή πτηνά για να παχύνουν.