σκεπαρνηδόν: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
(6_7) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεπαρνηδόν''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τοῦ ἐπιδέσμου τοῦ καλουμένου [[σκέπαρνον]], Ἱππ. Ἀγμ. 770. | |lstext='''σκεπαρνηδόν''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τοῦ ἐπιδέσμου τοῦ καλουμένου [[σκέπαρνον]], Ἱππ. Ἀγμ. 770. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τον τρόπο του επιδέσμου [[σκέπαρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπαρνος]] «[[είδος]] χειρουργικού επιδέσμου» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A like a σκέπαρνον 11, Hp.Fract.29.
German (Pape)
[Seite 892] adv., nach Art eines wundärztlichen Verbandes, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπαρνηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τοῦ ἐπιδέσμου τοῦ καλουμένου σκέπαρνον, Ἱππ. Ἀγμ. 770.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τον τρόπο του επιδέσμου σκέπαρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπαρνος «είδος χειρουργικού επιδέσμου» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].