σκοιός: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(6_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοιός''': -ά, -όν, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Schneid. εἰς Νικ. Θηρ. 660, ἐκ τοῦ Σχολ. ([[ὅστις]] ἑρμηνεύει τὴν κοιν. γραφ. σκαιοῖς διὰ τοῦ σκιεροῖς, ἀνηλίοις), καὶ Ἡσύχ.
|lstext='''σκοιός''': -ά, -όν, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Schneid. εἰς Νικ. Θηρ. 660, ἐκ τοῦ Σχολ. ([[ὅστις]] ἑρμηνεύει τὴν κοιν. γραφ. σκαιοῖς διὰ τοῦ σκιεροῖς, ἀνηλίοις), καὶ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[σκιερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκιά]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοιός Medium diacritics: σκοιός Low diacritics: σκοιός Capitals: ΣΚΟΙΟΣ
Transliteration A: skoiós Transliteration B: skoios Transliteration C: skoios Beta Code: skoio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A shady, restd. by Schneid. in Nic.Th.660, from the Sch. (who explains the vulg. σκαιοῖς by σκιεροῖς, ἀνηλίοις) and Hsch.

German (Pape)

[Seite 901] seltene poet. Form statt σκιερός, Nic. Ther. 660 nach der vulg.

Greek (Liddell-Scott)

σκοιός: -ά, -όν, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Schneid. εἰς Νικ. Θηρ. 660, ἐκ τοῦ Σχολ. (ὅστις ἑρμηνεύει τὴν κοιν. γραφ. σκαιοῖς διὰ τοῦ σκιεροῖς, ἀνηλίοις), καὶ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
σκιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκιά.