σκοτούρα: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(37)
(No difference)

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζάλη, σκοτοδίνη
2. μτφ. συνεχής ενόχληση, μπελάς, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα («έχει ένα σωρό σκοτούρες η δόλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -ούρα (πρβλ. χασ-ούρα)].