μπελάς
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
Greek Monolingual
και μπελιάς, ο
1. ενόχληση, σκοτούρα, βάσανο
2. φροντίδα, έγνοια, στενοχώρια
3. μπλέξιμο, περιπλοκή
4. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο που προξενεί σκοτούρες και έγνοιες
5. φρ. α) «μπαίνω σε μπελάδες» — αναλαμβάνω πολλές και δύσκολες υποχρεώσεις
β) «βρίσκω τον μπελά μου» — εμπλέκομαι σε δυσάρεστη υπόθεση γ) «γίνομαι μπελάς» — γίνομαι ενοχλητικός, δυσάρεστος
δ) «θα μέ βάλεις σε μπελά»
(ως απειλή) θα μέ αναγκάσεις να κάνω κάτι που θα έχει δυσάρεστες συνέπειες
ε) «κακός μπελάς μού έγινες» — λέγεται στις περιπτώσεις φορτικών και ενοχλητικών ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bela].