σκοτόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_14) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοτόφρων''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - [[ὄνομα]] σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1. | |lstext='''σκοτόφρων''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - [[ὄνομα]] σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ότοφρον, Α<br />αυτός που έχει σκοτεινή τη [[διάνοια]], που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε [[κατά]] [[μίμηση]] του κύριου ον. Λυκόφρων <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. φρονος,
A dark-minded, gloss on the pr.n. Λυκόφρων, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόφρων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - ὄνομα σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1.
Greek Monolingual
-ότοφρον, Α
αυτός που έχει σκοτεινή τη διάνοια, που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε κατά μίμηση του κύριου ον. Λυκόφρων < σκότος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].