σπέραδος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(6_21)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπέρᾰδος''': τό, = [[σπέρμα]], Νικ. Θηρ. 649, Ἀλεξιφ. 330· Ἐπικ. δοτ. πληθ. σπεράδεσσι, [[αὐτόθι]] 134.
|lstext='''σπέρᾰδος''': τό, = [[σπέρμα]], Νικ. Θηρ. 649, Ἀλεξιφ. 330· Ἐπικ. δοτ. πληθ. σπεράδεσσι, [[αὐτόθι]] 134.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[σπέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπερ</i>- του [[σπείρω]] πιθ. [[κατά]] το [[χέραδος]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπέρᾰδος Medium diacritics: σπέραδος Low diacritics: σπέραδος Capitals: ΣΠΕΡΑΔΟΣ
Transliteration A: spérados Transliteration B: sperados Transliteration C: sperados Beta Code: spe/rados

English (LSJ)

εος, τό,= σπέρμα, Nic.Th.649, Al.330; Ep. dat. pl. σπεράδεσσι ib.134.

German (Pape)

[Seite 919] τό, = σπέρμα; Nic. Th. 649 Al. 330; ἀμμίγδην σπεράδεσσιν ἐϋτροχάλοιο λίνοιο, Al. 134.

Greek (Liddell-Scott)

σπέρᾰδος: τό, = σπέρμα, Νικ. Θηρ. 649, Ἀλεξιφ. 330· Ἐπικ. δοτ. πληθ. σπεράδεσσι, αὐτόθι 134.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ- του σπείρω πιθ. κατά το χέραδος.