σταχυηκόμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰχυηκόμος''': -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», [[Δημήτηρ]] Νόνν. Δ. 1. 104.
|lstext='''στᾰχυηκόμος''': -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», [[Δημήτηρ]] Νόνν. Δ. 1. 104.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καλλιεργεί [[σιτηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>κόμος</i>. Το συνδ. φων. -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠηκόμος Medium diacritics: σταχυηκόμος Low diacritics: σταχυηκόμος Capitals: ΣΤΑΧΥΗΚΟΜΟΣ
Transliteration A: stachyēkómos Transliteration B: stachyēkomos Transliteration C: stachyikomos Beta Code: staxuhko/mos

English (LSJ)

ον,

   A cultivating ears of corn, Δημήτηρ Nonn.D.1.104.

German (Pape)

[Seite 931] Aehren pflegend, Nonn. D. 1, 104.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυηκόμος: -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», Δημήτηρ Νόνν. Δ. 1. 104.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καλλιεργεί σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο-κόμος. Το συνδ. φων. -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].