στερνίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6_5) |
(38) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερνίζομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] ἐπὶ τοῦ στήθους μου, [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς κόλπους μου, ἀγκαλιάζω, Κλήμ. Ρώμ. 1. 2. | |lstext='''στερνίζομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] ἐπὶ τοῦ στήθους μου, [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς κόλπους μου, ἀγκαλιάζω, Κλήμ. Ρώμ. 1. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[στέρνον]]<br />[[αγκαλιάζω]]. | |||
}} | }} |