Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στερνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6_5)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερνίζομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] ἐπὶ τοῦ στήθους μου, [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς κόλπους μου, ἀγκαλιάζω, Κλήμ. Ρώμ. 1. 2.
|lstext='''στερνίζομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] ἐπὶ τοῦ στήθους μου, [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς κόλπους μου, ἀγκαλιάζω, Κλήμ. Ρώμ. 1. 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[στέρνον]]<br />[[αγκαλιάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

στερνίζομαι: ἀποθ., δέχομαι ἐπὶ τοῦ στήθους μου, λαμβάνω εἰς τοὺς κόλπους μου, ἀγκαλιάζω, Κλήμ. Ρώμ. 1. 2.

Greek Monolingual

Α στέρνον
αγκαλιάζω.