στηλουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_12)
(38)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στηλουργός''': ἴδε [[σταλουργός]].
|lstext='''στηλουργός''': ἴδε [[σταλουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[σταλουργός]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 941] s. σταλουργός.

Greek (Liddell-Scott)

στηλουργός: ἴδε σταλουργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
βλ. σταλουργός.