στρεβλωτής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_19) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρεβλωτής''': -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ. | |lstext='''στρεβλωτής''': -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν [[στρεβλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρεβλώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαστρέφει [[κάτι]], που διαστρεβλώνει [[κάτι]] («[[στρεβλωτής]] της αλήθειας»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στρέβλη]], το στρεβλωτήριο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= στρεβλωτήριον, Lat.
A eculeus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 953] ὁ, der Folterer, Peiniger, Sp. – Auch = στρεβλωτήριον, Philoxen. gloss.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλωτής: -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν [[στρεβλῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. αυτός που στρεβλώνει κάτι
2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτι («στρεβλωτής της αλήθειας»)
αρχ.
η στρέβλη, το στρεβλωτήριο.