στρουθίς: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(6_12) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρουθίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς Ι, Εὐστ. Πονημ. 312. 1, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Μανδρ.» 1, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke· - [[ὡσαύτως]] στρουθίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ. | |lstext='''στρουθίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς Ι, Εὐστ. Πονημ. 312. 1, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Μανδρ.» 1, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke· - [[ὡσαύτως]] στρουθίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[στρουθός]], [[πουλάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>δελφακ</i>-<i>ίς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of
A στρουθός 1, Alex.144.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς Ι, Εὐστ. Πονημ. 312. 1, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Μανδρ.» 1, καὶ αὐτόθι Meineke· - ὡσαύτως στρουθίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
υποκορ. μικρός στρουθός, πουλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δελφακ-ίς)].