στρεψαῖος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_15)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρεψαῖος''': ὁ, ἴδε [[στροφαῖος]].
|lstext='''στρεψαῖος''': ὁ, ἴδε [[στροφαῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />(το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) <i>ό στρεψαῑος</i><br />στροφαῑος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρέψις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γραψ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψαῖος Medium diacritics: στρεψαῖος Low diacritics: στρεψαίος Capitals: ΣΤΡΕΨΑΙΟΣ
Transliteration A: strepsaîos Transliteration B: strepsaios Transliteration C: strepsaios Beta Code: streyai=os

English (LSJ)

= στροφαῖος, Ar.Fr.123 (perh. a pr. n.).

Greek (Liddell-Scott)

στρεψαῖος: ὁ, ἴδε στροφαῖος.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ό στρεψαῑος
στροφαῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρέψις + κατάλ. -αῖος (πρβλ. γραψ-αῖος)].