Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Στώαξ: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6_4)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Στώαξ''': -ᾱκος, ὁ, (στοὰ) εἷς τῶν τῆς Στοᾶς, (σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ Στωϊκός), Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 563D.
|lstext='''Στώαξ''': -ᾱκος, ὁ, (στοὰ) εἷς τῶν τῆς Στοᾶς, (σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ Στωϊκός), Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 563D.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[Στόαξ]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στώαξ Medium diacritics: Στώαξ Low diacritics: Στώαξ Capitals: ΣΤΩΑΞ
Transliteration A: Stṓax Transliteration B: Stōax Transliteration C: Stoaks Beta Code: *stw/ac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, (στοά)

   A one of the Porch, i. e. a Stoic, Herm.Iamb.1.

Greek (Liddell-Scott)

Στώαξ: -ᾱκος, ὁ, (στοὰ) εἷς τῶν τῆς Στοᾶς, (σκωπτικὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ Στωϊκός), Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 563D.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
βλ. Στόαξ.