συγκατοικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(Bailly1_4)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=déplorer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατά]], [[οἰκτίζω]].
|btext=déplorer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατά]], [[οἰκτίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[θρηνολογώ]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κατοικτίζομαι</i> «[[θρηνώ]] για τον εαυτό μου»].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικτίζομαι Medium diacritics: συγκατοικτίζομαι Low diacritics: συγκατοικτίζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatoiktízomai Transliteration B: synkatoiktizomai Transliteration C: sygkatoiktizomai Beta Code: sugkatoikti/zomai

English (LSJ)

Med., fut. -ιοῦμαι,

   A lament with or together, S. Tr.535.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.

French (Bailly abrégé)

déplorer ensemble.
Étymologie: σύν, κατά, οἰκτίζω.

Greek Monolingual

Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].