συμπαρακαλώ: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(39)
(No difference)

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, Α
1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο
2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.)
3. επικαλούμαι κάποιον επίσης
4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακαλῶ «καλώ, προσκαλώ, παρακινώ»].