συλλάλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
(6_22)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλάλημα''': τό, τὸ λαλεῖν [[ὁμοῦ]], ἢ [[ἐρώτημα]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. συναιρήματα· ― οὕτω συλλάλησις, ἡ, Φιλόδημ.· καὶ συλλαλία, ἡ, Ἐκκλ.
|lstext='''συλλάλημα''': τό, τὸ λαλεῖν [[ὁμοῦ]], ἢ [[ἐρώτημα]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. συναιρήματα· ― οὕτω συλλάλησις, ἡ, Φιλόδημ.· καὶ συλλαλία, ἡ, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συλλαλῶ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συνδιάλεξις».
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλᾰλημα Medium diacritics: συλλάλημα Low diacritics: συλλάλημα Capitals: ΣΥΛΛΑΛΗΜΑ
Transliteration A: syllálēma Transliteration B: syllalēma Transliteration C: syllalima Beta Code: sulla/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A conversation, Hsch.s.v. συναιρήματα.

Greek (Liddell-Scott)

συλλάλημα: τό, τὸ λαλεῖν ὁμοῦ, ἢ ἐρώτημα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συναιρήματα· ― οὕτω συλλάλησις, ἡ, Φιλόδημ.· καὶ συλλαλία, ἡ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συλλαλῶ
(κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις».