στύφνο: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />το [[φυτό]] [[στρύχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλ. τ. [[αντί]] [[στρύφνος]] (<b>πρβλ.</b> και τις [[επίσης]] διαλ. ονομ. του φυτού <i>στύβνο</i> και <i>στύγνο</i>)].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />το [[φυτό]] [[στρύχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλ. τ. [[αντί]] [[στρύφνος]] (<b>πρβλ.</b> και τις [[επίσης]] διαλ. ονομ. του φυτού <i>στύβνο</i> και <i>στύγνο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br />το [[φυτό]] [[στρύχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλ. τ. [[αντί]] [[στρύφνος]] (<b>πρβλ.</b> και τις [[επίσης]] διαλ. ονομ. του φυτού <i>στύβνο</i> και <i>στύγνο</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
το φυτό στρύχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. αντί στρύφνος (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. του φυτού στύβνο και στύγνο)].

Greek Monolingual

το, Ν
το φυτό στρύχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. αντί στρύφνος (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. του φυτού στύβνο και στύγνο)].