στύμα: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στύμα''': τό, Αἰολ. ἀντὶ [[στόμα]], Θεόκρ. 29. 25. | |lstext='''στύμα''': τό, Αἰολ. ἀντὶ [[στόμα]], Θεόκρ. 29. 25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].———————— <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].———————— <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].———————— <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. στόμα. II dub.sens.in PTeb. 815 Fr.6 iii 58 (iii B.C.), and in Hsch. s.v. στυαγόν.
Greek (Liddell-Scott)
στύμα: τό, Αἰολ. ἀντὶ στόμα, Θεόκρ. 29. 25.
Greek Monolingual
(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.
Greek Monolingual
(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.