στύση: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ [[στύω]] / <i>στύομαι</i>]<br /><b>βιολ.</b> [[αύξηση]] τών διαστάσεων, [[σκλήρυνση]] και [[ανόρθωση]] του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αντίστοιχη [[διόγκωση]] της κλειτορίδας τών [[γυναικών]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ [[στύω]] / <i>στύομαι</i>]<br /><b>βιολ.</b> [[αύξηση]] τών διαστάσεων, [[σκλήρυνση]] και [[ανόρθωση]] του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αντίστοιχη [[διόγκωση]] της κλειτορίδας τών [[γυναικών]]. | |mltxt=η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ [[στύω]] / <i>στύομαι</i>]<br /><b>βιολ.</b> [[αύξηση]] τών διαστάσεων, [[σκλήρυνση]] και [[ανόρθωση]] του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αντίστοιχη [[διόγκωση]] της κλειτορίδας τών [[γυναικών]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ στύω / στύομαι]
βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους
νεοελλ.
αντίστοιχη διόγκωση της κλειτορίδας τών γυναικών.
Greek Monolingual
η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ στύω / στύομαι]
βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους
νεοελλ.
αντίστοιχη διόγκωση της κλειτορίδας τών γυναικών.