συγχωριανός: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=και [[συχωριανός]] -ή, -ό, Ν<br />αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[χωριό]], [[χωριανός]], [[συντοπίτης]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[συχωριανός]] -ή, -ό, Ν<br />αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[χωριό]], [[χωριανός]], [[συντοπίτης]]. | |mltxt=και [[συχωριανός]] -ή, -ό, Ν<br />αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[χωριό]], [[χωριανός]], [[συντοπίτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
και συχωριανός -ή, -ό, Ν
αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης.
Greek Monolingual
και συχωριανός -ή, -ό, Ν
αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης.