τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
-ή, -ό, Ν1. συγχωριανός, συντοπίτης2. χωριάτης, χωρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. -ανός (πρβλ. αδειανός, φαγανός)].