συγχωριανός
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Greek Monolingual
και συχωριανός -ή, -ό, Ν
αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης.