συλλοιδορώ: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[μαζί]] με άλλους [[λοιδορώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>λοιδορῶ</i> «[[κατηγορώ]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[μαζί]] με άλλους [[λοιδορώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>λοιδορῶ</i> «[[κατηγορώ]]»].
|mltxt=-έω, Α<br />[[μαζί]] με άλλους [[λοιδορώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>λοιδορῶ</i> «[[κατηγορώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, Α
μαζί με άλλους λοιδορώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοιδορῶ «κατηγορώ»].

Greek Monolingual

-έω, Α
μαζί με άλλους λοιδορώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοιδορῶ «κατηγορώ»].