συκοφαντώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand

Menander, Monostichoi, 447
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκοφαντώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.
|lstext='''σῡκοφαντώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[συκοφάντης]]<br />[[συκοφαντικός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[συκοφάντης]]<br />[[συκοφαντικός]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[συκοφάντης]]<br />[[συκοφαντικός]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντώδης Medium diacritics: συκοφαντώδης Low diacritics: συκοφαντώδης Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sykophantṓdēs Transliteration B: sykophantōdēs Transliteration C: sykofantodis Beta Code: sukofantw/dhs

English (LSJ)

ες,=

   A συκοφαντικός δίκη Lys.Fr.1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; κατηγορία Mitteis Chr. 68.19 (i A.D.); οἱ Ἀττικοὶ σ. Dicaearch.1.4.

German (Pape)

[Seite 974] ες, sykophantenähnlich, -artig, D. Sic. 15, 40.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.