Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=και [[συμπώ]] Ν<br /><b>1.</b> [[συνδαυλίζω]] τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβοηθώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για διαλ. τ. που, [[κατά]] μία [[άποψη]], αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <i>συμπάζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συμπαγής]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]])].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συμπώ]] Ν<br /><b>1.</b> [[συνδαυλίζω]] τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβοηθώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για διαλ. τ. που, [[κατά]] μία [[άποψη]], αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <i>συμπάζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συμπαγής]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]])].
|mltxt=και [[συμπώ]] Ν<br /><b>1.</b> [[συνδαυλίζω]] τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβοηθώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για διαλ. τ. που, [[κατά]] μία [[άποψη]], αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <i>συμπάζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συμπαγής]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]])].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

και συμπώ Ν
1. συνδαυλίζω τη φωτιά
2. μτφ. υποβοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ' άλλους < συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)].

Greek Monolingual

και συμπώ Ν
1. συνδαυλίζω τη φωτιά
2. μτφ. υποβοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ' άλλους < συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)].