συμπιεστήρας: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> ο [[αεροσυμπιεστήρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ψυκτικός]] [[συμπιεστήρας]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[συσκευή]] ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς του ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τους συμπιέζει και τους οδηγεί στο [[ψυγείο]], όπου και υγροποιούνται.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> ο [[αεροσυμπιεστήρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ψυκτικός]] [[συμπιεστήρας]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[συσκευή]] ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς του ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τους συμπιέζει και τους οδηγεί στο [[ψυγείο]], όπου και υγροποιούνται.
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> ο [[αεροσυμπιεστήρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ψυκτικός]] [[συμπιεστήρας]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[συσκευή]] ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς του ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τους συμπιέζει και τους οδηγεί στο [[ψυγείο]], όπου και υγροποιούνται.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τεχνολ. ο αεροσυμπιεστήρας
2. φρ. «ψυκτικός συμπιεστήρας»
τεχνολ. συσκευή ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς του ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τους συμπιέζει και τους οδηγεί στο ψυγείο, όπου και υγροποιούνται.

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τεχνολ. ο αεροσυμπιεστήρας
2. φρ. «ψυκτικός συμπιεστήρας»
τεχνολ. συσκευή ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς του ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τους συμπιέζει και τους οδηγεί στο ψυγείο, όπου και υγροποιούνται.