συνδιατριβή: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(39) |
(39) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιατρῐβή''': ἡ, τὸ συνδιατρίβειν, τὸ [[ὁμοῦ]] διέρχεσθαι τὸν χρόνον, [[συναναστροφή]], Φίλων 6. 671, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 158D, κλπ. | |lstext='''συνδιατρῐβή''': ἡ, τὸ συνδιατρίβειν, τὸ [[ὁμοῦ]] διέρχεσθαι τὸν χρόνον, [[συναναστροφή]], Φίλων 6. 671, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 158D, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[συνδιατρίβω]]<br />[[συναναστροφή]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[συνδιατρίβω]]<br />[[συναναστροφή]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ [[συνδιατρίβω]]<br />[[συναναστροφή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1008] ἡ, das mit einander Hinbringen der Zeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατρῐβή: ἡ, τὸ συνδιατρίβειν, τὸ ὁμοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, συναναστροφή, Φίλων 6. 671, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 158D, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ συνδιατρίβω
συναναστροφή.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ συνδιατρίβω
συναναστροφή.